γράσο

γράσο
1) maź (f) rzecz.
2) okrasa (f) rzecz.
3) smalec (m) rzecz.
4) smar (m) rzecz.
5) tłuszcz (m) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γράσο — το (λ. ιταλ.), λίπος κατάλληλο για λίπανση μηχανών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”